- πρωτοβγαίνω
- Ν(αμτβ.)1. εξέρχομαι, βγαίνω κάπου για πρώτη φορά («πότε πρωτοβγήκε από το σπίτι ο μικρός;»)2. (για καρπούς, προϊόντα) παράγομαι ή εκτίθεμαι για πώληση για πρώτη φορά3. (για λόγο) κοινολογούμαι, διαδίδομαι ως φήμη για πρώτη φορά4. (για έντυπα) εκδίδομαι ή κυκλοφορώ για πρώτη φορά5. διαδίδομαι ως μόδα για πρώτη φορά6. (για αστέρες) βρίσκομαι στην αρχή τής ανατολής μου («ο ήλιος όταν πρωτοβγεί πάνω σου σημαδεύει», δημ. τραγούδι)7. εκλέγομαι πρώτος ή εκλέγομαι για πρώτη φορά («πριν τέσσερα χρόνια πρωτοβγήκε βουλευτής»)8. (για καλλιτέχνη) εμφανίζομαι για πρώτη φορά, παίζω για πρώτη φορά, ερμηνεύω για πρώτη φορά («πρωτοβγήκε στο θέατρο πριν από δύο χρόνια»).
Dictionary of Greek. 2013.